μοδίων

μοδίων
μόδιος
modius
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαμοδιαίος — ἐξαμοδιαῑος, α, ον (Μ) [εξ + μόδιον] αυτός που έχει έκταση έξι μοδίων …   Dictionary of Greek

  • πενταμοδιαίος — α, ον, Α αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε μοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μόδιος «μέτρο χωρητικότητας» + ιαίος*] …   Dictionary of Greek

  • πενταμόδιον — τὸ, Μ μέτρο χωρητικότητας πέντε μοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μόδιος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι μόδιον)] …   Dictionary of Greek

  • τριμόδιον — τὸ, Μ σύνολο τριών μοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μόδιος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ἡμι μόδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”